διαφεγγής

διαφεγγής
διαφεγγής, ές,
A pellucid: Adv. [comp] Comp.,

ὑέλου -έστερον ἀπαστράπτειν Luc.Am.26

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαφεγγής — ές (ΑΝ) διαφανής, διάφωτος …   Dictionary of Greek

  • διαφεγγέστερον — διαφεγγής pellucid adverbial comp διαφεγγής pellucid masc acc comp sg διαφεγγής pellucid neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφεγγεῖς — διαφεγγής pellucid masc/fem acc pl διαφεγγής pellucid masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφεγγέα — διαφεγγής pellucid neut nom/voc/acc pl (epic ionic) διαφεγγής pellucid masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφεγγοῦς — διαφεγγής pellucid masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιαφεγγής — ές [διαφεγγής] ο αδιαφανής* …   Dictionary of Greek

  • διάφεγγος — η, ο διαφεγγής* …   Dictionary of Greek

  • φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”